σχεδόθεν

σχεδόθεν
Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύ-θεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχεδόθεν — from nigh at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”